δημογέροντες

δημογέροντες
δημογέρων
elder of the people
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γέροντας, Άγγελος — (Αθήνα 1785 – 1862). Δημογέροντας της Αθήνας, Φιλικός και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Καταγόταν από ευγενή παλαιό αθηναϊκό οίκο και αποτελούσε, με τον Προκόπιο και τον Παλαιολόγο Βενιζέλο, την τριμελή Δημογεροντία της Αθήνας από το 1820.… …   Dictionary of Greek

  • Ψαρά — Μικρό νησί 18 χλμ. ΒΔ της Χίου. Έχει έκταση 39,77 τ. χλμ. και ένα μοναδικό οικισμό, τα Ψαρά (; κάτ.). Στο νησί υπάρχει επίσης η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Διοικητικά το νησί υπάγεται στον νομό Χίου. Γυμνό, ξηρό και άγονο (ψηλότερη κορυφή 531 …   Dictionary of Greek

  • Demogeront — Ein Demogeront (griechisch δημογέρων, pl. δημογερόντες Volksältester oder Gemeindevorsteher), welcher schon im Altertum, dann auch während des Mittelalters in den griechischen Gemeinwesen eine Art von Lokalobrigkeit bildeten. Demogeronten… …   Deutsch Wikipedia

  • ABBAS — I. ABBAS Canonicorum, nempe Regularium, alias quoque Abbas Canonicus, cuiva mwnrio in Concil. Aquisgran. II. c. 2. opponitur Abbati Monachorum can. seq. vide quoque Capitul: Caroli M. l. 5. c. 79. Praeceptum Ludovici Piipro Monasterio S. Columbae …   Hofmann J. Lexicon universale

  • UCALEGON — unus ex Troianis Proceribus, qui belli tempore, quod annis confectus esset, praeliô abstinuit, ut refert Homer. Il. 13. Idem de bello et Antenore Il. γ. v. 148. Οὐκαλέγων τε καὶ Α᾿ντην´ωρ, πεπνυμένω ἄμφω, Εἵατο δημογέροντες ἐπὶ Σκαιῇσι πύλῃσι,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλατσάτικο — το επί τουρκοκρατίας, μικρός φόρος για το αλάτι, που τόν εισέπρατταν οι δημογέροντες για λογαριασμό τών Τούρκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτσι άλλος τ. τής λ. αλάτι*] …   Dictionary of Greek

  • αυτοδιοίκηση — Με τον όρο αυτό εννοείται η αυτονομία των τοπικών οργανισμών, οι οποίοι παράλληλα ή σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές ασχολούνται με τις τοπικές υποθέσεις και ανήκουν, σύμφωνα με τον νόμο, σε ειδική κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.… …   Dictionary of Greek

  • γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • δημογέρων — και δημογέροντας, ο (AM δημογέρων, Α και δαμογέρων) ο γεροντότερος στον δήμο, αυτός που απολαύει τον μεγαλύτερο σεβασμό μετά τον ηγεμόνα, ο πρόκριτος νεοελλ. εκλεγμένος άρχοντας τής ελληνικής κοινότητας, με διοικητική και αστυνομική εξουσία αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • δημογεροντικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στους δημογέροντες ή στη δημογεροντία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 σε Βασιλικό Διάταγμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”